- φακοειδης
- φακοειδήςφᾰκο-ειδής2имеющий форму чечевицы Arst., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φακοειδής — lentiform masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακοειδής — ές, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει το σχήμα τού φακού, που μοιάζει με φακό 2. φρ. «φακοειδής πυρήνας» ιατρ. μάζα φαιάς ουσίας που ανήκει στα βασικά γάγγλια τού εγκεφάλου και συμμετέχει στον σχηματισμό τού ραβδωτού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φακός + ειδής*] … Dictionary of Greek
φακοειδῆ — φακοειδής lentiform neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φακοειδής lentiform masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φακοειδής lentiform masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακοειδεῖ — φακοειδής lentiform masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) φακοειδής lentiform masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακοειδεῖς — φακοειδής lentiform masc/fem acc pl φακοειδής lentiform masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακοειδές — φακοειδής lentiform masc/fem voc sg φακοειδής lentiform neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακοειδοῦς — φακοειδής lentiform masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακοειδῶν — φακοειδής lentiform masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
ένστρωση — Εκτεταμένο στρώμα πετρώματος μικρού πάχους, που παρεμβάλλεται μεταξύ παχύτερων στρωμάτων. Για παράδειγμα, έ. θεωρείται ένα ασβεστολιθικό στρώμα πάχους 10 μ., που παρεμβάλλεται μεταξύ σχιστόλιθων πάχους πολλών εκατοντάδων μέτρων. Αν η έ. έχει… … Dictionary of Greek
πετέχεια — η, Ν ιατρ. μικρή στιγμοειδής ή φακοειδής αιμορραγία τού δέρματος ή ενός βλεννογόνου, χαρακτηριστική τής πορφύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. petecchia] … Dictionary of Greek